- μπέτσι
- μπέτσι, τὸ (Μ)νόμισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. bezzi τού βεν. bezzo].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κέλι, Τζιν — (Gene Kelly, 1912 – 1996). Αμερικανός ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης και χορογράφος. Υπήρξε για πολλά χρόνια –και κυρίως στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950– συνώνυμο του εμπορικού χορευτή του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε οικονομικά στο… … Dictionary of Greek